- επανίημι
- ἐπανίημι (Α) [ίημι]1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.)3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ («τοῑς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς ἐπανιέντες», Πλούτ.)4. απαλλάσσω («σκυλακεύειν δὲ αὐτὰς ἐπανιέντα τῶν πόνων τοῡ χειμῶνος», Ξεν.)5. (αμτβ.) σταματώ («τέμνων οὐκ ἐπανῆκε πρίν...», Πλάτ.)6. (για κυνηγετικά σκυλιά) ελαττώνω την ταχύτητα7. (για σιτάρι) υφίσταμαι υποτίμηση, φτηναίνω8. (για φαγητά) φρ. «ἐπανέντα ὄψα» — τα χλιαρά φαγητά.
Dictionary of Greek. 2013.